- επευδοκώ
- ἐπευδοκῶ, -έω (Α)συγκατανεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπευδοκῶ — ἐπευδοκέω approve pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπευδοκέω approve pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπευδοκώ — έω, ΜΑ συγκατανεύω, συναινώ και εγώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπευδοκῶ «συγκατανεύω»] … Dictionary of Greek